κατάμονος

κατάμονος
κατάμονος
permanent
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατάμονος — κατάμονος, η, ο και καταμόναχος, η, ο ολότελα μόνος, ολομόναχος: Μένει στο διαμέρισμα κατάμονος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάμονος — η, ο (Α κατάμονος, ον, θηλ. και η) νεοελλ. εντελώς μόνος, ολομόναχος αρχ. μόνιμος, χρόνιος, διαρκής …   Dictionary of Greek

  • κατάμονον — κατάμονος permanent masc/fem acc sg κατάμονος permanent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμόνους — κατάμονος permanent masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμμονίη — καμμονίη, ἡ (Α) (επικ. τ. αντί καταμονή) η επιμονή στη μάχη και η νίκη που προέρχεται από την επιμονή αυτή («εἴ κεν ἐμοὶ Ζεὺς δώῃ καμμονίην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται είτε < *καταμονίη (< κατάμονος < καταμένω), με αιολ. αποκοπή …   Dictionary of Greek

  • καταμόναχος — η, ο κατάμονος, ολομόναχος …   Dictionary of Greek

  • μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • οιόθεν — (I) οἰόθεν (Α) 1. επίρρ. από ένα μόνο μέρος, δηλ. μόνος, κατά μόνας, με τον εαυτό του 2. φρ. «οἰόθεν οἶος» ολομόναχος, κατάμονος (Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + επιρρμ. κατάλ. –θεν (πρβλ. άλλο θεν)]. (II) οἰόθεν (Α) επίρρ. από τον… …   Dictionary of Greek

  • ολομόναχος — η, ο εντελώς μόνος, κατάμονος …   Dictionary of Greek

  • Στίρνερ, Μαξ — (Stirner). Ψευδώνυμο του Johann Caspar Schmidt, Γερμανού φιλόσοφου, εκπρόσωπου της λεγόμενης ελεγιανής αριστεράς (Μπαϋρόντ 1806 Βερολίνο 1856). Μαθητής του Χέγκελ, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το ρόλο της θρησκείας στην κοινωνία. Στο πιο γνωστό έργο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”